χλωριωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χλωριωμένος | η | χλωριωμένη | το | χλωριωμένο |
| γενική | του | χλωριωμένου | της | χλωριωμένης | του | χλωριωμένου |
| αιτιατική | τον | χλωριωμένο | τη | χλωριωμένη | το | χλωριωμένο |
| κλητική | χλωριωμένε | χλωριωμένη | χλωριωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χλωριωμένοι | οι | χλωριωμένες | τα | χλωριωμένα |
| γενική | των | χλωριωμένων | των | χλωριωμένων | των | χλωριωμένων |
| αιτιατική | τους | χλωριωμένους | τις | χλωριωμένες | τα | χλωριωμένα |
| κλητική | χλωριωμένοι | χλωριωμένες | χλωριωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χλωριωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χλωριώνω
Μετοχή
χλωριωμένος, -η, -ο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
χλωριωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.