χλωριώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
χλωριώνω, πρτ.: χλωρίωνα, στ.μέλλ.: θα χλωριώσω, αόρ.: χλωρίωσα, παθ.φωνή: χλωριώνομαι, μτχ.π.π.: χλωριωμένος
- διενεργώ χλωρίωση
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χλωριώνω | χλωρίωνα | θα χλωριώνω | να χλωριώνω | χλωριώνοντας | |
| β' ενικ. | χλωριώνεις | χλωρίωνες | θα χλωριώνεις | να χλωριώνεις | χλωρίωνε | |
| γ' ενικ. | χλωριώνει | χλωρίωνε | θα χλωριώνει | να χλωριώνει | ||
| α' πληθ. | χλωριώνουμε | χλωριώναμε | θα χλωριώνουμε | να χλωριώνουμε | ||
| β' πληθ. | χλωριώνετε | χλωριώνατε | θα χλωριώνετε | να χλωριώνετε | χλωριώνετε | |
| γ' πληθ. | χλωριώνουν(ε) | χλωρίωναν χλωριώναν(ε) |
θα χλωριώνουν(ε) | να χλωριώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χλωρίωσα | θα χλωριώσω | να χλωριώσω | χλωριώσει | ||
| β' ενικ. | χλωρίωσες | θα χλωριώσεις | να χλωριώσεις | χλωρίωσε | ||
| γ' ενικ. | χλωρίωσε | θα χλωριώσει | να χλωριώσει | |||
| α' πληθ. | χλωριώσαμε | θα χλωριώσουμε | να χλωριώσουμε | |||
| β' πληθ. | χλωριώσατε | θα χλωριώσετε | να χλωριώσετε | χλωριώστε | ||
| γ' πληθ. | χλωρίωσαν χλωριώσαν(ε) |
θα χλωριώσουν(ε) | να χλωριώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χλωριώσει | είχα χλωριώσει | θα έχω χλωριώσει | να έχω χλωριώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χλωριώσει | είχες χλωριώσει | θα έχεις χλωριώσει | να έχεις χλωριώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χλωριώσει | είχε χλωριώσει | θα έχει χλωριώσει | να έχει χλωριώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χλωριώσει | είχαμε χλωριώσει | θα έχουμε χλωριώσει | να έχουμε χλωριώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χλωριώσει | είχατε χλωριώσει | θα έχετε χλωριώσει | να έχετε χλωριώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χλωριώσει | είχαν χλωριώσει | θα έχουν χλωριώσει | να έχουν χλωριώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.