χλωρίδιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χλωρίδιο | τα | χλωρίδια |
| γενική | του | χλωριδίου & χλωρίδιου |
των | χλωριδίων |
| αιτιατική | το | χλωρίδιο | τα | χλωρίδια |
| κλητική | χλωρίδιο | χλωρίδια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χλωρίδιο ουδέτερο
Συνώνυμα
- μονοχλωρίδιο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χλωρίδιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.