χλωρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χλωρικός η χλωρική το χλωρικό
      γενική του χλωρικού της χλωρικής του χλωρικού
    αιτιατική τον χλωρικό τη χλωρική το χλωρικό
     κλητική χλωρικέ χλωρική χλωρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χλωρικοί οι χλωρικές τα χλωρικά
      γενική των χλωρικών των χλωρικών των χλωρικών
    αιτιατική τους χλωρικούς τις χλωρικές τα χλωρικά
     κλητική χλωρικοί χλωρικές χλωρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χλωρικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

χλωρικός

  1. σχετικός με το χλώριο
  2. που περιέχει χλώριο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.