χλωρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χλωρικός | η | χλωρική | το | χλωρικό |
| γενική | του | χλωρικού | της | χλωρικής | του | χλωρικού |
| αιτιατική | τον | χλωρικό | τη | χλωρική | το | χλωρικό |
| κλητική | χλωρικέ | χλωρική | χλωρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χλωρικοί | οι | χλωρικές | τα | χλωρικά |
| γενική | των | χλωρικών | των | χλωρικών | των | χλωρικών |
| αιτιατική | τους | χλωρικούς | τις | χλωρικές | τα | χλωρικά |
| κλητική | χλωρικοί | χλωρικές | χλωρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χλωρικός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
χλωρικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.