χειρώνακτας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χειρώνακτας < αρχαία ελληνική χειρῶναξ < ἄναξ τῶν χειρῶν

Ουσιαστικό

χειρώνακτας αρσενικό

  1. εκείνος που ασχολείται αποκλειστικά με χειρωνακτικές εργασίες, ως εργάτης, οικοδόμος, αχθοφόρος, που κάνει συνήθως κάποια δουλειά βαριά
  2. (κατ' επέκταση, υποτιμητικά, μη ακριβές) αυτός που δεν κάνει δουλειά γραφείου ή δουλειά που βασίζεται κυρίως ή μόνο στη σκέψη (διανοητική εργασία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.