manual
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| manual | manuals |
manual (en)
- εγχειρίδιο οδηγιών, εγχειρίδιο χρήσης
- ↪ consult the manual - συμβουλευτείτε το εγχειρίδιο
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| manual | manuals |
manual (en)
- το χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο manual transmission
- (κατ’ επέκταση) το αυτοκίνητο με ταχύτητα
- ↪ I can drive a manual (car).
- Μπορώ να οδηγήσω αυτοκίνητο με ταχύτητα.
- ≈ συνώνυμα: stick shift
- ≠ αντώνυμα: automatic
- ↪ I can drive a manual (car).
Πορτογαλικά (pt)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.