χειρονομιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειρονομιακός η χειρονομιακή το χειρονομιακό
      γενική του χειρονομιακού της χειρονομιακής του χειρονομιακού
    αιτιατική τον χειρονομιακό τη χειρονομιακή το χειρονομιακό
     κλητική χειρονομιακέ χειρονομιακή χειρονομιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειρονομιακοί οι χειρονομιακές τα χειρονομιακά
      γενική των χειρονομιακών των χειρονομιακών των χειρονομιακών
    αιτιατική τους χειρονομιακούς τις χειρονομιακές τα χειρονομιακά
     κλητική χειρονομιακοί χειρονομιακές χειρονομιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χειρονομιακός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gestural.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε χειρονομί(α) + -ακός.

Προφορά

ΔΦΑ : /çi.ɾo.no.mi.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χειρονομιακός

Επίθετο

χειρονομιακός, -ή, -ό

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. χειρονομιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.