αποστασιοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποστασιοποίηση | οι | αποστασιοποιήσεις |
| γενική | της | αποστασιοποίησης* | των | αποστασιοποιήσεων |
| αιτιατική | την | αποστασιοποίηση | τις | αποστασιοποιήσεις |
| κλητική | αποστασιοποίηση | αποστασιοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποστασιοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.sta.si.oˈpi.i.si/
Ουσιαστικό
αποστασιοποίηση θηλυκό
- απραξία, απομάκρυνση, η μη τήρηση στάσης
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
- Προύσαλη, Εύη (14 Ιανουαρίου 2015), Ο Σωσίας, Athens Voice
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
Μεταφράσεις
αποστασιοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.