εκφραστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκφραστικότητα | οι | εκφραστικότητες |
| γενική | της | εκφραστικότητας | των | εκφραστικοτήτων |
| αιτιατική | την | εκφραστικότητα | τις | εκφραστικότητες |
| κλητική | εκφραστικότητα | εκφραστικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκφραστικότητα < εκφραστικός + -ότητα
Ουσιαστικό
εκφραστικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος εκφραστικός, η ιδιότητα του εκφραστικού
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
- Προύσαλη, Εύη (14 Ιανουαρίου 2015), Ο Σωσίας, Athens Voice
- ※ Ο δεξιοτεχνικός χειρονομιακός του κώδικας, η εκφραστικότητα του προσώπου και του σώματός του συμπυκνώνουν τον τρόμο ενώπιον των «άλλων», με μια μελετημένη αποστασιοποίηση, που αποφεύγει εσκεμμένα τη συγκίνηση.
Αντώνυμα
- ανεκφραστικότητα
Μεταφράσεις
εκφραστικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.