χειριστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χειριστικός | η | χειριστική | το | χειριστικό |
| γενική | του | χειριστικού | της | χειριστικής | του | χειριστικού |
| αιτιατική | τον | χειριστικό | τη | χειριστική | το | χειριστικό |
| κλητική | χειριστικέ | χειριστική | χειριστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χειριστικοί | οι | χειριστικές | τα | χειριστικά |
| γενική | των | χειριστικών | των | χειριστικών | των | χειριστικών |
| αιτιατική | τους | χειριστικούς | τις | χειριστικές | τα | χειριστικά |
| κλητική | χειριστικοί | χειριστικές | χειριστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χειριστικός < ελληνιστική κοινή χειριστικός < χειρίζω < αρχαία ελληνική χείρ (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική manipulative)
Επίθετο
χειριστικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον χειρισμό
- (νεολογισμός) που επιδιώκει να επιβάλλεται στους άλλους ικανοποιώντας την επιθυμία του
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις χειρίζομαι και χέρι
Μεταφράσεις
χειριστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.