χειρίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χειρίζω < χείρ

Ρήμα

χειρίζω (μέλλοντας: χειριῶ)
  • "παῦσαι" φησὶ "Φαινέα, ληρῶν: ἐγὼ γὰρ οὕτως χειριῶ τὰς διαλύσεις ὥστε μηδὲ βουληθέντα τὸν Φίλιππον ἀδικεῖν δύνασθαι...": <Ο Τίτος> είπε "Πάψε Φηνέα, και θα κανονίσω εγώ τους όρους της ειρήνης έτσι που ο Φίλιππος και να το' θελε, δεν θα μπορούσε να αδικήσει... (Πολύβιος)


Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.