χειρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χειρισμός | οι | χειρισμοί |
| γενική | του | χειρισμού | των | χειρισμών |
| αιτιατική | τον | χειρισμό | τους | χειρισμούς |
| κλητική | χειρισμέ | χειρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χειρισμός < αρχαία ελληνική χειρισμός
Ουσιαστικό
χειρισμός αρσενικό
- η ενέργεια του χειρίζομαι
- (ειδικότερα) ο χειρισμός (1) σε μία συγκεκριμένη στιγμή
- (μεταφορικά) ο τρόπος που χρησιμοποιούμε για να οργανώσουμε ή να διευθύνουμε ένα γεγονός, μια υπόθεση
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χειρισμός < χειρίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.