χαϊδεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαϊδεμένος η χαϊδεμένη το χαϊδεμένο
      γενική του χαϊδεμένου της χαϊδεμένης του χαϊδεμένου
    αιτιατική τον χαϊδεμένο τη χαϊδεμένη το χαϊδεμένο
     κλητική χαϊδεμένε χαϊδεμένη χαϊδεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαϊδεμένοι οι χαϊδεμένες τα χαϊδεμένα
      γενική των χαϊδεμένων των χαϊδεμένων των χαϊδεμένων
    αιτιατική τους χαϊδεμένους τις χαϊδεμένες τα χαϊδεμένα
     κλητική χαϊδεμένοι χαϊδεμένες χαϊδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαϊδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαϊδεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /xai̯.ðeˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαϊδεμένος

Μετοχή

χαϊδεμένος, -η, -ο

  • που τον αγαπούν πολύ και του κάνουν όλα τα χατίρια

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.