χατίρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χατίρι τα χατίρια
      γενική του χατιριού των χατιριών
    αιτιατική το χατίρι τα χατίρια
     κλητική χατίρι χατίρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χατίρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hatır "χάρη" < αραβική خاطر (χātir)

Ουσιαστικό

χατίρι ουδέτερο

  1. χάρη
  2. μεροληπτική συμπεριφορά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.