χατίρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χατίρι | τα | χατίρια |
| γενική | του | χατιριού | των | χατιριών |
| αιτιατική | το | χατίρι | τα | χατίρια |
| κλητική | χατίρι | χατίρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χατίρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική hatır "χάρη" < αραβική خاطر (χātir)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.