χαρτομάζα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαρτομάζα | οι | χαρτομάζες |
| γενική | της | χαρτομάζας | των | χαρτομαζών |
| αιτιατική | τη | χαρτομάζα | τις | χαρτομάζες |
| κλητική | χαρτομάζα | χαρτομάζες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.