χαλκόστρωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαλκόστρωτος | η | χαλκόστρωτη | το | χαλκόστρωτο |
| γενική | του | χαλκόστρωτου | της | χαλκόστρωτης | του | χαλκόστρωτου |
| αιτιατική | τον | χαλκόστρωτο | τη | χαλκόστρωτη | το | χαλκόστρωτο |
| κλητική | χαλκόστρωτε | χαλκόστρωτη | χαλκόστρωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαλκόστρωτοι | οι | χαλκόστρωτες | τα | χαλκόστρωτα |
| γενική | των | χαλκόστρωτων | των | χαλκόστρωτων | των | χαλκόστρωτων |
| αιτιατική | τους | χαλκόστρωτους | τις | χαλκόστρωτες | τα | χαλκόστρωτα |
| κλητική | χαλκόστρωτοι | χαλκόστρωτες | χαλκόστρωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαλκόστρωτος < χαλκός και στρώνω, σχηματίστηκε (κατ' αναλογία προς το ασφαλτόστρωτος, πλακόστρωτος) για να αποδόσει την αρχαία ελληνική χαλκόπους και χαλκοβατής σε ό,τι αφορά έδαφος ή επίστρωση μετάλλου σε επιφάνεια, σαν συμπληρωματικό του επιχαλκωμένος και χαλκοστρωμένος
Επίθετο
χαλκόστρωτος
- χαλκόστρωτος ναός της Αθηνάς
- και τότες στο χαλκόστρωτο τον πύργο του θα τρέξω να πέσω ομπρός στα πόδια του (Ιλιάδα, απόδοση Αλ. Πάλλης για το χαλκοβατές)
Σημειώσεις
- συγχέεται λόγω βιαστικής προφοράς με το χαλικόστρωτος (τον στρωμένο με χαλίκι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.