επιχαλκωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιχαλκωμένος | η | επιχαλκωμένη | το | επιχαλκωμένο |
| γενική | του | επιχαλκωμένου | της | επιχαλκωμένης | του | επιχαλκωμένου |
| αιτιατική | τον | επιχαλκωμένο | την | επιχαλκωμένη | το | επιχαλκωμένο |
| κλητική | επιχαλκωμένε | επιχαλκωμένη | επιχαλκωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιχαλκωμένοι | οι | επιχαλκωμένες | τα | επιχαλκωμένα |
| γενική | των | επιχαλκωμένων | των | επιχαλκωμένων | των | επιχαλκωμένων |
| αιτιατική | τους | επιχαλκωμένους | τις | επιχαλκωμένες | τα | επιχαλκωμένα |
| κλητική | επιχαλκωμένοι | επιχαλκωμένες | επιχαλκωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιχαλκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επιχαλκώνω
Μεταφράσεις
επιχαλκωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.