χαλκοστρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλκοστρωμένος η χαλκοστρωμένη το χαλκοστρωμένο
      γενική του χαλκοστρωμένου της χαλκοστρωμένης του χαλκοστρωμένου
    αιτιατική τον χαλκοστρωμένο τη χαλκοστρωμένη το χαλκοστρωμένο
     κλητική χαλκοστρωμένε χαλκοστρωμένη χαλκοστρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλκοστρωμένοι οι χαλκοστρωμένες τα χαλκοστρωμένα
      γενική των χαλκοστρωμένων των χαλκοστρωμένων των χαλκοστρωμένων
    αιτιατική τους χαλκοστρωμένους τις χαλκοστρωμένες τα χαλκοστρωμένα
     κλητική χαλκοστρωμένοι χαλκοστρωμένες χαλκοστρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαλκοστρωμένος < χαλκός και στρωμένος, σχηματίστηκε (κατ' αναλογία προς το ασφαλτοστρωμένος) για να αποδόσει την αρχαία ελληνική χαλκόπους σε ό,τι αφορά έδαφος ή επίστρωση μετάλλου σε επιφάνεια, σαν συμπληρωματικό του επιχαλκωμένος εκεί όπου δεν υπήρχε επακριβώς η διαδικασία της επιχάλκωσης ή εκεί όπου η επιφάνεια ήταν σχετικά μεγάλη

Μετοχή

χαλκοστρωμένος

  1. δρόμος σε περιοχή πλούσια σε κοιτάσματα χαλκού (μία από τις αποδόσεις του χαλκόπους σε αρχαία κείμενα)
  2. για δάπεδο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, με επίστρωση χαλκού
    το εσωτερικό του τάφου πρέπει να είχε διακόσμηση με χάλκινα και χρυσά κοσμήματα και χαλκοστρωμένο το δάπεδό του
  3. που μοιάζει να είναι στρωμένο με χαλκό, που έχει τη χαρακτηριστική θαμπή, κιτρινοπράσινη λάμψη
    Βαθιά ο Ιορδάνης στέναζε μέσα στη χαλκοστρωμένη κοίτη του και πρόσμενε με τρόμο το θεϊκό κορμί που θ' άγιαζε τα νερά του (Ανδρέας Καρκαβίτσας, "Θείον Όραμα")

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.