χαλκοβατής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
χαλκοβατής,-ής, -ές
- που βαδίζει πένω σε χαλκό, με γερά θεμέλια (για τους οίκους του Δία και βασιλιάδων), με πάτωμα χαλκοστρρωμένο ή λαμπερό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.