χαλβάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαλβάς | οι | χαλβάδες |
| γενική | του | χαλβά | των | χαλβάδων |
| αιτιατική | τον | χαλβά | τους | χαλβάδες |
| κλητική | χαλβά | χαλβάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Χαλβάς

ατομικός σιμιγδαλένιος χαλβάς
Ετυμολογία
- χαλβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική helva < αραβική حلوى (ḥalwā)
Ουσιαστικό
χαλβάς αρσενικό
- (γλυκό) είδος γλυκίσματος με βασικό υλικό το ταχίνι
- (γλυκό) είδος γλυκίσματος με βασικό υλικό το σιμιγδάλι
- (μεταφορικά, ειρωνικό) άνθρωπος χωρίς πρωτοβουλίες και με νωθρή συμπεριφορά
- ≈ συνώνυμα: λαπάς, νερόβραστος
Συγγενικά
- χαλβαδιάζω
- χαλβαδόπιτα
- χαλβαδοποιείο
- χαλβαδοποιία
- χαλβαδοποιός
- χαλβατζής
- → δείτε και τη λέξη χαλάουα
-
χαλβάς στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.