χαλβάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλβάς οι χαλβάδες
      γενική του χαλβά των χαλβάδων
    αιτιατική τον χαλβά τους χαλβάδες
     κλητική χαλβά χαλβάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Χαλβάς
ατομικός σιμιγδαλένιος χαλβάς

Ετυμολογία

χαλβάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική helva < αραβική حلوى (ḥalwā)

Ουσιαστικό

χαλβάς αρσενικό

  1. (γλυκό) είδος γλυκίσματος με βασικό υλικό το ταχίνι
  2. (γλυκό) είδος γλυκίσματος με βασικό υλικό το σιμιγδάλι
  3. (μεταφορικά, ειρωνικό) άνθρωπος χωρίς πρωτοβουλίες και με νωθρή συμπεριφορά
     συνώνυμα: λαπάς, νερόβραστος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.