χαλβαδοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλβαδοποιός οι χαλβαδοποιοί
      γενική του χαλβαδοποιού των χαλβαδοποιών
    αιτιατική τον χαλβαδοποιό τους χαλβαδοποιούς
     κλητική χαλβαδοποιέ χαλβαδοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλβαδοποιός < χαλβάδ(ων) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

χαλβαδοποιός αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο επαγγελματίας που φτιάχνει χαλβά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.