χαλάουα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαλάουα | οι | χαλάουες |
| γενική | της | χαλάουας | — | |
| αιτιατική | τη | χαλάουα | τις | χαλάουες |
| κλητική | χαλάουα | χαλάουες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χαλβάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.