χαλβαδόπιτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλβαδόπιτα οι χαλβαδόπιτες
      γενική της χαλβαδόπιτας των (χαλβαδοπιτών)
    αιτιατική τη χαλβαδόπιτα τις χαλβαδόπιτες
     κλητική χαλβαδόπιτα χαλβαδόπιτες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλβαδόπιτα < (χαλβάς) χαλβαδ- + -ό- + -πιτα

Ουσιαστικό

χαλβαδόπιτα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.