χαλβαδοποιείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαλβαδοποιείο | τα | χαλβαδοποιεία |
| γενική | του | χαλβαδοποιείου | των | χαλβαδοποιείων |
| αιτιατική | το | χαλβαδοποιείο | τα | χαλβαδοποιεία |
| κλητική | χαλβαδοποιείο | χαλβαδοποιεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλβαδοποιείο < χαλβάδ(ες) + -ο- + -ποιείο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
χαλβαδοποιείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.