χαλβαδοποιία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαλβαδοποιία | οι | χαλβαδοποιίες |
| γενική | της | χαλβαδοποιίας | των | χαλβαδοποιιών |
| αιτιατική | τη | χαλβαδοποιία | τις | χαλβαδοποιίες |
| κλητική | χαλβαδοποιία | χαλβαδοποιίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
χαλβαδοποιία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.