χαλβαδοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλβαδοποιία οι χαλβαδοποιίες
      γενική της χαλβαδοποιίας των χαλβαδοποιιών
    αιτιατική τη χαλβαδοποιία τις χαλβαδοποιίες
     κλητική χαλβαδοποιία χαλβαδοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλβαδοποιία < χαλβάς + -ποιία

Ουσιαστικό

χαλβαδοποιία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.