χέλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χέλι τα χέλια
      γενική του χελιού των χελιών
    αιτιατική το χέλι τα χέλια
     κλητική χέλι χέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χέλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χέλι < αρχαία ελληνική ἐγχέλειον, υποκοριστικό του ἔγχελυς

Ουσιαστικό

χέλι ουδέτερο

Ευρωπαϊκό χέλι (Anguilla anguilla). Άλλοτε πολύ κοινό στα ευρωπαϊκά ποτάμια, θεωρείται πλέον απειλούμενο είδος.
  1. ψάρι με μακρύ κυλνδρικό σώμα, σαν του φιδιού, και με γλοιώδες δέρμα (της τάξης των Εγχελυόμορφων (Anguilliformes)
    Βρήκαμε κάτι νερά που υπήρχαν μέσα χέλια. (Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, α΄ τόμος, Eρμής, Αθήνα 2003)
  2. (μεταφορικά) άτομο ικανό να ξεφεύγει από δύσκολες καταστάσεις
    Γλύστρησε σαν χέλι. (Νίκος Μπακόλας, «Στις αυλές της θάλασσας». H Θεσσαλονίκη των συγγραφέων, Iανός, Θεσσαλονίκη 1996)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.