φέξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φέξη | ||
| γενική | της | φέξης | ||
| αιτιατική | τη | φέξη | ||
| κλητική | φέξη | |||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φέξη θηλυκό
Εκφράσεις
- στη χάση και στη φέξη σπανίως
- ≈ συνώνυμα: αραιά και πού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.