φέξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η φέξη
      γενική της φέξης
    αιτιατική τη φέξη
     κλητική φέξη
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φέξη < φέγγω (έφεξα) + -ση

Ουσιαστικό

φέξη θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) φέξιμο
  2. (κατ’ επέκταση) ξημέρωμα
  3. (αστρονομία) περίοδος κατά την οποία αυξάνεται η φωτεινή επιφάνεια της σελήνης, μέχρι να έχουμε πανσέληνο
     συνώνυμα: γέμισμα
     αντώνυμα: χάση

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.