λειψοφεγγαριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λειψοφεγγαριά οι λειψοφεγγαριές
      γενική της λειψοφεγγαριάς των λειψοφεγγαριών
    αιτιατική τη λειψοφεγγαριά τις λειψοφεγγαριές
     κλητική λειψοφεγγαριά λειψοφεγγαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λειψοφεγγαριά < λειψός + -ο- + φεγγάρι + -ιά

Ουσιαστικό

λειψοφεγγαριά θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.