επιγραφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιγραφή | οι | επιγραφές |
| γενική | της | επιγραφής | των | επιγραφών |
| αιτιατική | την | επιγραφή | τις | επιγραφές |
| κλητική | επιγραφή | επιγραφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

επιγραφή σε μυκηναϊκή γραφή Β, από τις Μυκήνες

αναθηματική επιγραφή από την Ακρόπολη, 510-500 π.Χ.
Ετυμολογία
- επιγραφή < αρχαία ελληνική ἐπιγραφή (ἐπί + γραφή)
Ουσιαστικό
επιγραφή θηλυκό
- (αρχαιολογία) κείμενο χαραγμένο σε σκληρή επιφάνεια, π.χ. πέτρα ή μάρμαρο
- πινακίδα, π.χ. πάνω από την είσοδο ενός καταστήματος με την επωνυμία του
Συγγενικά
- επιγραφικός
- επιγραφική
- → δείτε τη λέξη επιγράφω
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.