γεννητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γεννητικός | η | γεννητική | το | γεννητικό |
| γενική | του | γεννητικού | της | γεννητικής | του | γεννητικού |
| αιτιατική | τον | γεννητικό | τη | γεννητική | το | γεννητικό |
| κλητική | γεννητικέ | γεννητική | γεννητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γεννητικοί | οι | γεννητικές | τα | γεννητικά |
| γενική | των | γεννητικών | των | γεννητικών | των | γεννητικών |
| αιτιατική | τους | γεννητικούς | τις | γεννητικές | τα | γεννητικά |
| κλητική | γεννητικοί | γεννητικές | γεννητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γεννητικός < αρχαία ελληνική γεννητικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝe.ni.tiˈkos/
Επίθετο
γεννητικός, -η, -ο
- που αναφέρεται στη διαδικασία της σεξουαλικής αναπαραγωγής
- γεννητικό σύστημα
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.