φυλογένεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυλογένεση | οι | φυλογενέσεις |
| γενική | της | φυλογένεσης* | των | φυλογενέσεων |
| αιτιατική | τη | φυλογένεση | τις | φυλογενέσεις |
| κλητική | φυλογένεση | φυλογενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, φυλογενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυλογένεση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
φυλογένεση θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
φυλογένεση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.