φωτογραφεῖον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | φωτογραφεῖον | τὰ | φωτογραφεῖα | ||||
| γενική | τοῦ | φωτογραφείου | τῶν | φωτογραφείων | ||||
| δοτική | τῷ | φωτογραφείῳ | τοῖς | φωτογραφείοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | φωτογραφεῖον | τὰ | φωτογραφεῖα | ||||
| κλητική ὦ! | φωτογραφεῖον | φωτογραφεῖα | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- φωτογραφεῖον (μαρτυρείται από το 1882)[1] < → δείτε και τη λέξη φωτογραφείο
Αναφορές
- σελ. 1096, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- φωτογραφεῖον σελ.7753 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.