φωτογραφεῖον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φωτογραφεῖον τὰ φωτογραφεῖα
      γενική τοῦ φωτογραφείου τῶν φωτογραφείων
      δοτική τῷ φωτογραφεί τοῖς φωτογραφείοις
    αιτιατική τὸ φωτογραφεῖον τὰ φωτογραφεῖα
     κλητική ! φωτογραφεῖον φωτογραφεῖα
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτογραφεῖον (μαρτυρείται από το 1882)[1] <  δείτε και τη λέξη φωτογραφείο

Ουσιαστικό

φωτογραφεῖον ουδέτερο

Αναφορές

  1. σελ. 1096, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.