φωτερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φωτερός | η | φωτερή | το | φωτερό |
| γενική | του | φωτερού | της | φωτερής | του | φωτερού |
| αιτιατική | τον | φωτερό | τη | φωτερή | το | φωτερό |
| κλητική | φωτερέ | φωτερή | φωτερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φωτεροί | οι | φωτερές | τα | φωτερά |
| γενική | των | φωτερών | των | φωτερών | των | φωτερών |
| αιτιατική | τους | φωτερούς | τις | φωτερές | τα | φωτερά |
| κλητική | φωτεροί | φωτερές | φωτερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
φωτερός, -ή, -ό
- ο φωτεινός
- ※ Ἡ Μαρία θὰ πάρει τώρα τὴν κρεβατοκάμαρα τῆς ἀδερφῆς της , γιατὶ εἶναι πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ φωτερή. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1933, σελ. 42 στην έκδοση 1973)
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη κατάφωτος
Αντώνυμα
- → δείτε τη λέξη κατασκότεινος
Μεταφράσεις
φωτερός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.