κατάφωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάφωτος | η | κατάφωτη | το | κατάφωτο |
| γενική | του | κατάφωτου | της | κατάφωτης | του | κατάφωτου |
| αιτιατική | τον | κατάφωτο | την | κατάφωτη | το | κατάφωτο |
| κλητική | κατάφωτε | κατάφωτη | κατάφωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάφωτοι | οι | κατάφωτες | τα | κατάφωτα |
| γενική | των | κατάφωτων | των | κατάφωτων | των | κατάφωτων |
| αιτιατική | τους | κατάφωτους | τις | κατάφωτες | τα | κατάφωτα |
| κλητική | κατάφωτοι | κατάφωτες | κατάφωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- → δείτε τη λέξη κατασκότεινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.