φωτερό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτερό τα φωτερά
      γενική του φωτερού των φωτερών
    αιτιατική το φωτερό τα φωτερά
     κλητική φωτερό φωτερά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωτερό < επίθετο φωτερός (φωτεινός) < φως

Ουσιαστικό

φωτερό ουδέτερο

  • ο φεγγίτης ενός σπιτιού, από εκεί που μπαίνει φως σε ένα χώρο που συνήθως δεν φωτίζεται από εξωτερικό παράθυρο

Μεταφράσεις


Κλιτικός τύπος επιθέτου

φωτερό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.