φωράω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φωράω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
φωράω και συνηρημένο φωρῶ
- (για κλοπή, κλέφτη) ερευνώ, ανακαλύπτω, κάνω έρευνα σε σπίτι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 1362-1363
- παράφηνον εἰς Γλύκης, | ὅπως ἂν εἰσελθοῦσα φωράσω.
- φέξε μου να μπω στης Γλύκης | και μιαν έρευνα να κάμω ταχτική.
- Μετάφραση (1967), Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
- παράφηνον εἰς Γλύκης, | ὅπως ἂν εἰσελθοῦσα φωράσω.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 1362-1363
- (γενικότερα) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, (De insomniis) Περὶ ἐνυπνίων, 3, p.308 @scaife.perseus
- ἐνίοτε γὰρ τὰ φαινόμενα εἴδωλα καθεύδοντι φωράσει ἐγειρόμενος κινήσεις οὔσας ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις·
- Διότι ενίοτε τα φαντάσματα, τα οποία έβλεπέ τις κοιμώμενος, θα εύρη, όταν εγερθή, ότι είναι κινήσεις εν τοις αισθητηρίοις.
- Μετάφραση: Παύλος Γρατσιάτος
- ἐνίοτε γὰρ τὰ φαινόμενα εἴδωλα καθεύδοντι φωράσει ἐγειρόμενος κινήσεις οὔσας ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις·
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, (De insomniis) Περὶ ἐνυπνίων, 3, p.308 @scaife.perseus
- (στην παθητική φωνή) (για κλέφτη, κλοπιμαία) ανακαλύπτομαι
- (στην παθητική φωνή) αποκαλύπτομαι
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 70.4
- εἶτ᾽ ἐφωράθη ψευδόμενος, ὀργισθεὶς ὁ βασιλεὺς ἀπήλασε τῆς αὐλῆς αὐτὸν καὶ παρείλετο τὴν ἡγεμονίαν.
- Στη συνέχεια όμως, επειδή αποκαλύφθηκε ότι έλεγε ψέματα, ο βασιλιάς οργίστηκε, τον έδιωξε από την αυλή και του αφαίρεσε το αξίωμα.
- Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
- εἶτ᾽ ἐφωράθη ψευδόμενος, ὀργισθεὶς ὁ βασιλεὺς ἀπήλασε τῆς αὐλῆς αὐτὸν καὶ παρείλετο τὴν ἡγεμονίαν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 70.4
- φώρ για συγγενικές λέξεις
Πηγές
- φωράω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φωράω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.