φώραση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φώραση | οι | φωράσεις |
| γενική | της | φώρασης* | των | φωράσεων |
| αιτιατική | τη | φώραση | τις | φωράσεις |
| κλητική | φώραση | φωράσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, φωράσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φώραση < αρχαίο ρήμα φωρῶ
Ουσιαστικό
φώραση θηλυκό
- ανίχνευση ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων (οπτική, ηχητική φώραση)
Μεταφράσεις
φώραση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.