φυλαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυλαγμένος | η | φυλαγμένη | το | φυλαγμένο |
| γενική | του | φυλαγμένου | της | φυλαγμένης | του | φυλαγμένου |
| αιτιατική | τον | φυλαγμένο | τη | φυλαγμένη | το | φυλαγμένο |
| κλητική | φυλαγμένε | φυλαγμένη | φυλαγμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυλαγμένοι | οι | φυλαγμένες | τα | φυλαγμένα |
| γενική | των | φυλαγμένων | των | φυλαγμένων | των | φυλαγμένων |
| αιτιατική | τους | φυλαγμένους | τις | φυλαγμένες | τα | φυλαγμένα |
| κλητική | φυλαγμένοι | φυλαγμένες | φυλαγμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Μετοχή
φυλαγμένος, η, ο
- που αποθηκεύεται
- Ψάχνω το κοκκινο πουλόβερ αλλά δεν θυμάμαι που το έχω φυλαγμένο
- που κάπου φυλάσσεται καλά
- Το είχαν επτασφράγιστο, καλά φυλαγμένο μυστικό
- που είναι προφυλαγμένος, παίρνει προληπτικά μέτρα, προσέχει για ένα ενδεχόμενο κακό
- Δεν είσαι καλά φυλαγμένος και θα μου κρυώσεις, βάλε ένα κασκόλ.
Αντώνυμα
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.