κρυφτό
Νέα ελληνικά (el)

κρυφτό: το παιδί δεξιά, στο δένδρο «τα φυλάει» και τα υπόλοιπα παιδιά τρέχουν να κρυφτούν όσο αυτός μετράει
Ουσιαστικό
κρυφτό ουδέτερο
-
κρυφτό στη Βικιπαίδεια

Συγγενικά
Μεταφράσεις
κρυφτό
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.