θησαυροφυλάκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θησαυροφυλάκιο | τα | θησαυροφυλάκια |
| γενική | του | θησαυροφυλακίου & θησαυροφυλάκιου |
των | θησαυροφυλακίων |
| αιτιατική | το | θησαυροφυλάκιο | τα | θησαυροφυλάκια |
| κλητική | θησαυροφυλάκιο | θησαυροφυλάκια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θησαυροφυλάκιο < (ελληνιστική κοινή) θησαυροφυλάκιον < αρχαία ελληνική θησαυρός + φυλάσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.