Φυλάκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Φυλάκιο
      γενική του Φυλακίου
& Φυλάκιου
    αιτιατική το Φυλάκιο
     κλητική Φυλάκιο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Φυλάκιο < φυλάκιο, μεταφραστικό δάνειο από την οθωμανική τουρκική , τουρκικά Seymenli (Σεϊμενλί)· το μέρος που έχει σεϊμένηδες (τουρκικά seymen ή seğmen), ένοπλους φρουρούς

Κύριο όνομα

Φυλάκιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.