φυγοκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυγοκεντρικός | η | φυγοκεντρική | το | φυγοκεντρικό |
| γενική | του | φυγοκεντρικού | της | φυγοκεντρικής | του | φυγοκεντρικού |
| αιτιατική | τον | φυγοκεντρικό | τη | φυγοκεντρική | το | φυγοκεντρικό |
| κλητική | φυγοκεντρικέ | φυγοκεντρική | φυγοκεντρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυγοκεντρικοί | οι | φυγοκεντρικές | τα | φυγοκεντρικά |
| γενική | των | φυγοκεντρικών | των | φυγοκεντρικών | των | φυγοκεντρικών |
| αιτιατική | τους | φυγοκεντρικούς | τις | φυγοκεντρικές | τα | φυγοκεντρικά |
| κλητική | φυγοκεντρικοί | φυγοκεντρικές | φυγοκεντρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φυγοκεντρικός < φυγόκεντρ(ος) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centrifuge. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε φυγο- + κεντρικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.ɣo.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐γο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
φυγοκεντρικός, -ή, -ό
- που απομακρύνεται από το κέντρο, σχετικός με τη φυγόκεντρο δύναμη
- (ειδικότερα, για μηχανήματα) που χρησιμοποιούν τη φυγόκεντρο δύναμη για να επιτελέσουν το έργο τους, όπως για μετακίνηση, επεξεργασία ή διαχωρισμό ουσιών ή αντικειμένων
Συγγενικά
- φυγοκεντρικά (επίρρημα)
- φυγοκέντριση
- φυγοκεντρισμός
→ και δείτε τις λέξεις φυγόκεντρος, φεύγω και κέντρο
Μεταφράσεις
φυγοκεντρικός
Αναφορές
- φυγοκεντρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.