φτω

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /fto/

Ετυμολογία 1

φτω < αρχαία ελληνική πτύω, με ανομοίωση [pt > ft][1]

Ρήμα

φτω

  • (δημοτική ή ιδιωματικό) προφορικός, δημώδης τύπος του πτύω, συνώνυμο του φτύνω
      Άνε φτύξω πάνω φτω τη μούρη μου (ή : τα μούτρα μου) κι άνε φτύξω κάτω φτω τα γένεια μου
    Κρητική παροιμία. Γεώργιος Εμμ. Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης, ήτοι, Διάγραμμα γραμματικής και γλωσσάριον του σημερινού γλωσσικού ιδιώματος της Κρήτης (¹1955), ανατύπωση (Αθήνα 1983).
      Ετσί που φτάς, να μή του ξαναγλύφις (Εκεί που φτύνεις, να μην ξαναγλύφεις)
    «Λέσβου παρά Γρ. Ν. Βερναρδάκη» Πολίτης, Νικόλαος Γ., Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού, τόμος 2, τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1901 .

Ετυμολογία 2

φτω < μεσαιωνική ελληνική βουτῶ, με κώφωση του [u] και αποηχηροποίηση του [ν][1]

Ρήμα

φτω

Αναφορές

  1. Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 316.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.