φτύσμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτύσμα τα φτύσματα
      γενική του φτύσματος των φτυσμάτων
    αιτιατική το φτύσμα τα φτύσματα
     κλητική φτύσμα φτύσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτύσμα < φτύνω < πτύω ηχοπ. από το "πτου"

Ουσιαστικό

φτύσμα ουδέτερο

  • αυτό που κάποιος φτύνει, που το βγάζει, το εκβάλλει με ορμή από το στόμα του, η πτυόμενη ουσία, το πτυόμενο, το πτύελο, τα σάλια αλλά και τα αποχρεμπτόμενα φλέγματα, τα εκκρίματα που παράγονται στο αναπνευστικό σύστημα.

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.