φτύσμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φτύσμα | τα | φτύσματα |
| γενική | του | φτύσματος | των | φτυσμάτων |
| αιτιατική | το | φτύσμα | τα | φτύσματα |
| κλητική | φτύσμα | φτύσματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φτύσμα ουδέτερο
- αυτό που κάποιος φτύνει, που το βγάζει, το εκβάλλει με ορμή από το στόμα του, η πτυόμενη ουσία, το πτυόμενο, το πτύελο, τα σάλια αλλά και τα αποχρεμπτόμενα φλέγματα, τα εκκρίματα που παράγονται στο αναπνευστικό σύστημα.
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
φτύσμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.