φτυστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φτυστός η φτυστή το φτυστό
      γενική του φτυστού της φτυστής του φτυστού
    αιτιατική τον φτυστό τη φτυστή το φτυστό
     κλητική φτυστέ φτυστή φτυστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φτυστοί οι φτυστές τα φτυστά
      γενική των φτυστών των φτυστών των φτυστών
    αιτιατική τους φτυστούς τις φτυστές τα φτυστά
     κλητική φτυστοί φτυστές φτυστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φτυστός < φτύνω, θέμα αορίστου φτυσ- + -τός

Επίθετο

φτυστός -ή -ό

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη  φτύνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.