φρύγανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φρύγανο τα φρύγανα
      γενική του φρυγάνου
& φρύγανου
των φρυγάνων
    αιτιατική το φρύγανο τα φρύγανα
     κλητική φρύγανο φρύγανα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φρύγανα

Ετυμολογία

φρύγανο < αρχαία ελληνική φρύγανον (< φρύγω)

Ουσιαστικό

φρύγανο ουδέτερο

  1. (βοτανική): κατηγορία αυτοφυών θάμνων με αγκαθωτά φύλλα που, όταν ξεραθούν, παραδοσιακά χρησιμοποιούνται είτε για προσάναμμα είτε ως φράκτες στην ύπαιθρο για την φύλαξη αιγοπροβάτων
  2. (πληθυντικός) ιδιαίτερο οικοσύστημα θάμνων που απαντάται στη Μεσόγειο αποτελώντας το μεγαλύτερο μέρος των βοσκοτόπων σε σχετικά άγονες ή ημιάγονες περιοχές

Συνώνυμα

  • φρύανο
  • φύργανο

Παράγωγα

  • φρυγανικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.