φρύγανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φρύγανο | τα | φρύγανα |
| γενική | του | φρυγάνου & φρύγανου |
των | φρυγάνων |
| αιτιατική | το | φρύγανο | τα | φρύγανα |
| κλητική | φρύγανο | φρύγανα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Φρύγανα
Ετυμολογία
- φρύγανο < αρχαία ελληνική φρύγανον (< φρύγω)
Ουσιαστικό
φρύγανο ουδέτερο
- (βοτανική): κατηγορία αυτοφυών θάμνων με αγκαθωτά φύλλα που, όταν ξεραθούν, παραδοσιακά χρησιμοποιούνται είτε για προσάναμμα είτε ως φράκτες στην ύπαιθρο για την φύλαξη αιγοπροβάτων
- (πληθυντικός) ιδιαίτερο οικοσύστημα θάμνων που απαντάται στη Μεσόγειο αποτελώντας το μεγαλύτερο μέρος των βοσκοτόπων σε σχετικά άγονες ή ημιάγονες περιοχές
Συνώνυμα
- φρύανο
- φύργανο
Παράγωγα
- φρυγανικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.