προσάναμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προσάναμμα | τα | προσανάμματα |
| γενική | του | προσανάμματος | των | προσαναμμάτων |
| αιτιατική | το | προσάναμμα | τα | προσανάμματα |
| κλητική | προσάναμμα | προσανάμματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈsa.na.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σά‐ναμ‐μα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.