αιγοπρόβατα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | αιγοπρόβατα | ||
| γενική | των | αιγοπροβάτων | ||
| αιτιατική | τα | αιγοπρόβατα | ||
| κλητική | αιγοπρόβατα | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιγοπρόβατα < αιγο- + πρόβατο στον πληθυντικό, (μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική γιδοπρόβατα [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ɣoˈpɾo.va.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐γο‐πρό‐βα‐τα
Ουσιαστικό
αιγοπρόβατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γιδοπρόβατα
- κατσικοπρόβατα
- αμνοερίφια
- μαρτίνια
Αναφορές
- αιγοπρόβατα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.