φρυγανιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρυγανιά οι φρυγανιές
      γενική της φρυγανιάς των φρυγανιών
    αιτιατική τη φρυγανιά τις φρυγανιές
     κλητική φρυγανιά φρυγανιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φρυγανιές

Ετυμολογία

φρυγανιά < φρυγανίζ(ω) + -ιά

Προφορά

ΔΦΑ : /fri.ɣaˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρυγανιά

Ουσιαστικό

φρυγανιά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.