φρυγανισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φρυγανισμένος | η | φρυγανισμένη | το | φρυγανισμένο |
| γενική | του | φρυγανισμένου | της | φρυγανισμένης | του | φρυγανισμένου |
| αιτιατική | τον | φρυγανισμένο | τη | φρυγανισμένη | το | φρυγανισμένο |
| κλητική | φρυγανισμένε | φρυγανισμένη | φρυγανισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φρυγανισμένοι | οι | φρυγανισμένες | τα | φρυγανισμένα |
| γενική | των | φρυγανισμένων | των | φρυγανισμένων | των | φρυγανισμένων |
| αιτιατική | τους | φρυγανισμένους | τις | φρυγανισμένες | τα | φρυγανισμένα |
| κλητική | φρυγανισμένοι | φρυγανισμένες | φρυγανισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φρυγανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φρυγανίζω
Μεταφράσεις
φρυγανισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.